μουστελίδες

μουστελίδες
(mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα, εφοδιασμένα με νύχια λίγο ή καθόλου συσταλτά· οι περισσότεροι μ. είναι πελματοβάμονες ή ημιπελματοβάμονες. Διαθέτουν πλήρη οδοντοφυΐα, με κυνόδοντες και γομφίους ιδιαίτερα αναπτυγμένους· σε μεγάλο μέρος από τα είδη αυτά η οδοντοφυΐα περιλαμβάνει 12 κοπτήρες, 4 κυνόδοντες, 16 προγομφίους και 6 γομφίους - μερικές φορές όμως ο αριθμός των προγομφίων περιορίζεται μόνο σε 6. Μερικοί μ., όπως το μινκ και η μεφίτιδα, φέρουν πρωκτικούς αδένες που εκκρίνουν ένα δύσοσμο υγρό. Οι συνήθειες των μ. είναι ποικιλότατες: πολλοί ζουν μόνο στο έδαφος, άλλοι συχνάζουν στα δέντρα και άλλοι είναι ημιυδρόβιοι· γενικά είναι άγρια και θαρραλέα σαρκοφάγα ζώα. Υποδιαιρούνται σε πέντε υποοικογένειες - που περιλαμβάνουν το σαμούρι, το κουνάβι, την ερμελλίνη, το βιζόν, τον ασβό, τη μεφίτιδα, την ενυδρίδα (λουτρ) κ.ά. - και είναι διαδεδομένοι ευρύτατα. Λείπουν μόνο από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νέα Γουινέα και τη Μαδαγασκάρη. Για την πολύτιμη γούνα τους εκτρέφονται ειδικά για εμπορικούς σκοπούς ή τις κυνηγούν συστηματικά ειδικοί κυνηγοί. Οι μουστελίδες αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες σαρκοβόρων· στη φωτογραφία, η ενυδρίδα (lutra lutra), θηλαστικό προσαρμοσμένο στην ημιυδρόβια ζωή, με μακρουλό σώμα και πυκνό τρίχωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πελματοβάμονα — Ονομάζονται έτσι τα ζώα που κατά το βάδισμα στηρίζουν στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα του ποδιού, περιλαμβανομένου του ταρσού και του καρπού (για παράδειγμα, οι Μουστελίδες και οι Αρκτίδες). Γενικά για ό,τι αφορά στη χρήση του τελευταίου τμήματος… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • βίδρα — η ζώο θηλαστικό της οικογένειας Μουστελίδες, η ενυδρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”